- κοιμάμαι
- και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, -άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι)1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο2. πλαγιάζω για ύπνο3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται»)5. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνευρίσκομαι, πλαγιάζω μαζί με κάποιοννεοελλ.1. μτφ. α) είμαι διανοητικά νωθρόςβ) είμαι οκνηρός, αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση τέλειας ακινησίας, ηρεμώ τελείως («τα νερά τής λίμνης κοιμούνται»)3. φρ. α) «κοιμάται τον ύπνο τού δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, είναι νεκρόςβ) «κοιμάμαι με τις κότες» — πηγαίνω πολύ νωρίς για ύπνογ) «κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει» — κερδίζει χωρίς να κοπιάσειμσν.«κοιμοῦμαι θάνατον» — πεθαίνωαρχ.1. (το παθ.) κοιμῶμαι. -άομαια) φυλάγω φρουρά τη νύχταβ) διανυκτερεύωγ) ονειρεύομαι2. (το ενεργ.) κοιμῶ, -άωα) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζωβ) καταπραΐνω, κατευνάζω, καθησυχάζω («κοίμησον δ' ὀδύνας», Ομ. Ιλ.)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) οι κεκοιμημένοιοι νεκροί4. φρ. «κοίμησον στόμα» — σώπα.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κοιμάω / -ῶ και κοιμάομαι / -ῶμαι < αμάρτυρο *κοῖμα ή *κοῖμος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοιμ- τής ρίζας κειμ- τού κεῖμαι*. Ο νεοελλ. τ. κοιμάμαι σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά προς το γ' εν. κοιμᾶται τού κοιμῶμαι. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -οῦμαι (κοιμοῦμαι), η κλίση τού οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. (πρβλ. σμυρναϊκό κοιμούμαστε) καθώς και στο γ' πληθ., το οποίο τελικά εντάχθηκε στην κλίση τού κοιμᾶμαι (κοιμοῦνται συνηθέστερο τού κοιμῶνται). Τέλος, μεταξύ τών συνθέτων τού ρ., που σχηματίζονται επίσης σε -ῶμαι, -ᾶμαι και -οῦμαι, εμφανίζεται και ένας μοναδικός τ. σε -ιέμαι, το αποκοιμιέμαι, σχηματισμένο κατά τον τύπο τού αγαπ-ιέμαι.ΠΑΡ. κοίμησις, κοιμητήριον αρχ. κοιμήθρα, κοίμημα, κοιμητικώς, κοιμήτωρμσν.κοιμησιό, κοιμητίονεοελλ.κοιμηθιά.ΣΥΝΘ. α) -άμαι: νεοελλ. αλαφροκοιμάμαι, αποκοιμάμαι, βαθιοκοιμάμαι, βαριοκοιμάμαι, γλυκοκοιμάμαι, ελαφροκοιμάμαι, κακοκοιμάμαι, καλοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, μισοκοιμάμαι, ξανακοιμάμαι, ξενοκοιμάμαι, παρακοιμάμαι, πολυκοιμάμαι, σιγοκοιμάμαι, χαμοκοιμάμαι, ψευτοκοιμάμαιβ) -ιέμαι: νεοελλ. αποκοιμιέμαιγ) -ούμαι: νεοελλ. αλαφροκοιμούμαι, αποκοιμούμαι, βαθιοκοιμούμαι, βαριοκοιμούμαι, γλυκοκοιμούμαι, κακοκοιμούμαι, καλοκοιμούμαι, λαγοκοιμούμαι, μισοκοιμούμαι, ξανακοιμούμαι, ξενοκοιμούμαι, παρακοιμούμαι, πολυκοιμούμαι, σιγοκοιμούμαι, ψευτοκοιμούμαιδ) -ώ: αρχ. κατακοιμώε) -ώμαι: αποκοιμώμαι, παρακοιμώμαι, συγκοιμώμαιαρχ.εγκατακοιμώμαι, εγκοιμώμαι, εκκοιμώμαι, επικατακοιμώμαι, επικοιμώμαι, περικοιμώμαι, προκοιμώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.